Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλαπριώσει
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω1
καταλέγω2
καταλείβω
κατάλειμμα
καταλειπτέον
κατάλειπτος
View word page
καταλαπριώσει
καταλαπριώσει·
ἀποκτενεῖ, καταδέξεται, κατατρυπήσει ἢ καταπερήσει
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταλαπριώσει
Headword (normalized):
καταλαπριώσει
Headword (normalized/stripped):
καταλαπριωσει
IDX:
54347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54348
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλαπριώσει·</span> <span class="foreign greek">ἀποκτενεῖ, καταδέξεται, κατατρυπήσει ἢ καταπερήσει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}