Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλαθισταί
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλαπριώσει
καταλγέω
καταλγύνω
καταλεαίνω
κατάλεγμα
καταλέγω1
View word page
κατάλαμπρος
κατάλαμπρος, ον,
A). very bright, Gal. 19.576 , EM 790.29 .


ShortDef

very bright

Debugging

Headword:
κατάλαμπρος
Headword (normalized):
κατάλαμπρος
Headword (normalized/stripped):
καταλαμπρος
IDX:
54342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54343
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάλαμπρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very bright</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.576 </span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:790:29" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:790.29/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 790.29 </a>.</div> </div><br><br>'}