Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταλαβεύς
καταλαβή
κατάλαβρος
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλαθισταί
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
καταλαπριώσει
καταλγέω
View word page
καταλαλητέον
καταλᾰλ-ητέον
,
A).
one must talk against
, cj. in Thom.Mag.
p.224R.
(who censures it).
ShortDef
one must talk against
Debugging
Headword:
καταλαλητέον
Headword (normalized):
καταλαλητέον
Headword (normalized/stripped):
καταλαλητεον
IDX:
54338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54339
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλᾰλ-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must talk against</span>, cj. in Thom.Mag.<span class="bibl"> p.224R. </span> (who censures it).</div> </div><br><br>'}