Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακωμῳδέω
κατακωχή
καταλαβεύς
καταλαβή
κατάλαβρος
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλαθισταί
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
κατάλαμψις
View word page
καταλαλάζω
κατ-ᾰλᾰλάζω,
A). shout, exult, Aq. Ps. 146.7 .


ShortDef

shout, exult

Debugging

Headword:
καταλαλάζω
Headword (normalized):
καταλαλάζω
Headword (normalized/stripped):
καταλαλαζω
IDX:
54336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ᾰλᾰλάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shout, exult</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 146.7 </span>.</div> </div><br><br>'}