Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
κατακωχή
καταλαβεύς
καταλαβή
κατάλαβρος
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλαθισταί
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
καταλάμπω
View word page
καταλακτίζω
καταλακτίζω,
A). inculco, Gloss.


ShortDef

inculco

Debugging

Headword:
καταλακτίζω
Headword (normalized):
καταλακτίζω
Headword (normalized/stripped):
καταλακτιζω
IDX:
54335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54336
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλακτίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inculco,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}