Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
κατακωχή
καταλαβεύς
καταλαβή
κατάλαβρος
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλαθισταί
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
κατάλαμπρος
καταλαμπρύνω
καταλαμπτέος
View word page
καταλαθισταί
καταλαθισταί· ἐξηγηταί, ἢ ἐνδεικνύοντες τὰ δημόσια, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταλαθισταί
Headword (normalized):
καταλαθισταί
Headword (normalized/stripped):
καταλαθισται
IDX:
54334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54335
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλαθισταί·</span> <span class="foreign greek">ἐξηγηταί, ἢ ἐνδεικνύοντες τὰ δημόσια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}