Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάκυψις
κατακυρόω
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
κατακωχή
καταλαβεύς
καταλαβή
κατάλαβρος
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλαθισταί
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
καταλαμβάνω
View word page
καταλαγνεύομαι
καταλαγνεύομαι, Pass.,
A). to be very lewd, καταλαγνευθείς Hsch.


ShortDef

to be very lewd

Debugging

Headword:
καταλαγνεύομαι
Headword (normalized):
καταλαγνεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταλαγνευομαι
IDX:
54331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54332
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταλαγνεύομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be very lewd</span>, <span class="quote greek">καταλαγνευθείς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}