Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακυριεύω
κατάκυψις
κατακυρόω
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
κατακωχή
καταλαβεύς
καταλαβή
κατάλαβρος
καταλαγνεύομαι
καταλαγχάνω
καταλαζονεύομαι
καταλαθισταί
καταλακτίζω
καταλαλάζω
καταλαλέω
καταλαλητέον
καταλαλιά
κατάλαλος
View word page
κατάλαβρος
κατάλαβρος, ον, strengthd. for λάβρος, Eup. 293 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάλαβρος
Headword (normalized):
κατάλαβρος
Headword (normalized/stripped):
καταλαβρος
IDX:
54330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54331
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάλαβρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">λάβρος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0461.tlg001:293" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0461.tlg001:293/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eup.</span> 293 </a>.</div><br><br>'}