Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακτύπησις
κατάκτυπος
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακυνῶν
κατακύων
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατάκυψις
κατακυρόω
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
κατακωχή
καταλαβεύς
View word page
κατακύων
κατακύων· ὅταν τὸ σχοινίον ἐλίγκας (fort. ἑλίξας) τῶν ἄκρων προσκατακλείσῃς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακύων
Headword (normalized):
κατακύων
Headword (normalized/stripped):
κατακυων
IDX:
54318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54319
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακύων·</span> <span class="foreign greek">ὅταν τὸ σχοινίον ἐλίγκας</span> (fort. <span class="foreign greek">ἑλίξας</span>)<span class="foreign greek"> τῶν ἄκρων προσκατακλείσῃς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}