Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατάκτυπος
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακυνῶν
κατακύων
κατακύπτω
κατακυριεύω
κατάκυψις
κατακυρόω
κατακωκύω
κατακωλύω
κατακωμάζω
κατακωμῳδέω
κατακωχή
View word page
κατακυνῶν
κατακυνῶν


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακυνῶν
Headword (normalized):
κατακυνῶν
Headword (normalized/stripped):
κατακυνων
IDX:
54317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54318
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακυνῶν</span> <span class="foreign greek">ἢ</span> </div><br><br>'}