Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατάκτυπος
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακυνῶν
κατακύων
κατακύπτω
View word page
κατάκτυπος
κατάκτῠπ-ος, ον,
A). gloss on κατάδουπος , Zonar.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάκτυπος
Headword (normalized):
κατάκτυπος
Headword (normalized/stripped):
κατακτυπος
IDX:
54309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54310
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάκτῠπ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">κατάδουπος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zonar.</span> </span> </div> </div><br><br>'}