Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακτάς
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
κατάκτυπος
κατακυβεύω
κατακυβιστάω
κατακυκάω
κατακυκλόω
κατακυλίνδω
κατακύλλωμα
κατακυμοτακής
κατακυνῶν
View word page
κατακτυπέω
κατακτῠπ-έω,
A). make a loud noise, roar against, κατεκτύπουν ἡμῶν οἱ ἄνεμοι Alciphr. 1.23 .


ShortDef

make a loud noise, roar against

Debugging

Headword:
κατακτυπέω
Headword (normalized):
κατακτυπέω
Headword (normalized/stripped):
κατακτυπεω
IDX:
54307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54308
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακτῠπ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make a loud noise, roar against</span>, <span class="quote greek">κατεκτύπουν ἡμῶν οἱ ἄνεμοι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:1:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0640.tlg001:1.23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alciphr.</span> 1.23 </a> .</div> </div><br><br>'}