Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρύφω
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτάς
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
κατακτύπησις
View word page
κατακτεατίζομαι
κατακτεᾰτίζομαι, Ep. fut. -ίσσομαι, Med.,
A). = κατακτάομαι , A.R. 3.136 .


ShortDef

get for oneself

Debugging

Headword:
κατακτεατίζομαι
Headword (normalized):
κατακτεατίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακτεατιζομαι
IDX:
54298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακτεᾰτίζομαι</span>, Ep. fut. <span class="foreign greek">-ίσσομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατακτάομαι</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3:136" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0001.tlg001.perseus-grc1:3.136/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 3.136 </a>.</div> </div><br><br>'}