Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρύφω
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτάς
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
κατάκτρια
κατακτυπέω
View word page
κατακτάς
κατακτάς, κατακτάμενος,
A). v. κατακτείνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακτάς
Headword (normalized):
κατακτάς
Headword (normalized/stripped):
κατακτας
IDX:
54297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54298
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακτάς</span>, <span class="orth greek">κατακτάμενος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατακτείνω</span> .</div> </div><br><br>'}