Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρύφω
κατακρώζω
κατακτάμεν
κατακτάομαι
κατακτάς
κατακτεατίζομαι
κατακτείνω
κατακτενίζω
κατακτενισμός
κατάκτενος
κατάκτης
κατάκτησις
κατακτός
View word page
κατακτάμεν
κατακτάμεν and κατα-κτάμεναι,
A). v. κατακτείνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακτάμεν
Headword (normalized):
κατακτάμεν
Headword (normalized/stripped):
κατακταμεν
IDX:
54295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54296
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακτάμεν</span> and <span class="orth greek">κατα-κτάμεναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατακτείνω</span> .</div> </div><br><br>'}