Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατακριβόω
κατακριδεύω
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρίσιμος
κατάκρισις
κατάκριτος
κατακροάομαι
κάτακρος
κατακροταλίζω
κατακροτέω
κατάκροτος
κατακρουνίζω
κατακρουνισμός
κατάκρουσις
κατακρουστικός
κατακρούω
κατακρύβδην
κατακρύπτω
κατακρυφή
κατακρύφω
View word page
κατακροτέω
κατακροτέω
,
A).
applaud excessively
,
Hsch.
,
Phot.
ShortDef
applaud excessively
Debugging
Headword:
κατακροτέω
Headword (normalized):
κατακροτέω
Headword (normalized/stripped):
κατακροτεω
IDX:
54283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54284
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακροτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">applaud excessively</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}