Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατακρεμασμός
κατακρέμαστος
κατακρεουργέω
κατάκρεως
κατακρῆθεν
κατακρήμναμαι
κατακρημνίζω
κατακρημνισμός
κατακρημνιστής
κατάκρημνος
κατάκρης
κατακριβόω
κατακριδεύω
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρίσιμος
κατάκρισις
κατάκριτος
κατακροάομαι
κάτακρος
κατακροταλίζω
View word page
κατάκρης
κατάκρης
, Adv., Ion. for
κατάκρας
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατάκρης
Headword (normalized):
κατάκρης
Headword (normalized/stripped):
κατακρης
IDX:
54272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54273
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάκρης</span>, Adv., Ion. for <span class="foreign greek">κατάκρας</span> (q. v.).</div><br><br>'}