Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακρέμαμαι
κατακρεμάννυμι
κατακρεμασμός
κατακρέμαστος
κατακρεουργέω
κατάκρεως
κατακρῆθεν
κατακρήμναμαι
κατακρημνίζω
κατακρημνισμός
κατακρημνιστής
κατάκρημνος
κατάκρης
κατακριβόω
κατακριδεύω
κατάκριμα
κατακρίνω
κατακρίσιμος
κατάκρισις
κατάκριτος
κατακροάομαι
View word page
κατακρημνιστής
κατακρημν-ιστής, οῦ, ,
A). one who throws headlong down, Gloss.


ShortDef

one who throws headlong down

Debugging

Headword:
κατακρημνιστής
Headword (normalized):
κατακρημνιστής
Headword (normalized/stripped):
κατακρημνιστης
IDX:
54270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54271
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακρημν-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who throws headlong down,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}