Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατακούρην
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
κατακραιπαλάω
κατακρανία
κατάκρας
κατάκρασις
κατακρατέω
κατακράτησις
κατακρατικός
κατακραυγάζω
κατακρέμαμαι
κατακρεμάννυμι
κατακρεμασμός
κατακρέμαστος
κατακρεουργέω
View word page
κατάκρας
κατάκρας, Ion. κατ-άκρης,
A). v. ἄκρα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάκρας
Headword (normalized):
κατάκρας
Headword (normalized/stripped):
κατακρας
IDX:
54254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54255
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάκρας</span>, Ion. <span class="orth greek">κατ-άκρης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄκρα</span> .</div> </div><br><br>'}