Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακορακόω
κατακορέω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατακούρην
κατάκουσις
κατακουστής
κατακούω
κατακράζω
κατακραιπαλάω
κατακρανία
κατάκρας
κατάκρασις
κατακρατέω
κατακράτησις
View word page
κατακούρην
κατακούρην· τοῦ ξυροῦ τὴν τομήν, Gal. 19.109 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακούρην
Headword (normalized):
κατακούρην
Headword (normalized/stripped):
κατακουρην
IDX:
54247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακούρην·</span> <span class="foreign greek">τοῦ ξυροῦ τὴν τομήν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.109 </span>.</div><br><br>'}