Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακονδυλόω
κατακοντίζω
κατάκοος
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακοπτικός
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορέω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
κατακούρην
κατάκουσις
View word page
κατακορέω
κατακορέω,
A). = ἐκλύω , Hp. ap. Gal. 19.109 (s.v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακορέω
Headword (normalized):
κατακορέω
Headword (normalized/stripped):
κατακορεω
IDX:
54238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54239
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἐκλύω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.109 </span> (s.v.l.).</div> </div><br><br>'}