Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακονδυλόω
κατακοντίζω
κατάκοος
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακοπτικός
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορέω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
κατακοσμητέος
κατάκοσμος
κατακοτταβίζω
View word page
κατακόπωσις
κατακόπωσις, εως, ,
A). wearying, Gloss.


ShortDef

wearying

Debugging

Headword:
κατακόπωσις
Headword (normalized):
κατακόπωσις
Headword (normalized/stripped):
κατακοπωσις
IDX:
54236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54237
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακόπωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wearying,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}