Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακονδυλόω
κατακοντίζω
κατάκοος
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακοπτικός
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορέω
κατακορής
κατακορμίζω
κατάκορος
κατακοσμέω
κατακόσμησις
View word page
κατακόπτης
κατα-κόπτης, ου, ,
A). cutter up, σπλάγχνων Sch. Lyc. 35 (ed. Bachm.).


ShortDef

cutter up

Debugging

Headword:
κατακόπτης
Headword (normalized):
κατακόπτης
Headword (normalized/stripped):
κατακοπτης
IDX:
54233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54234
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-κόπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cutter up</span>, <span class="foreign greek">σπλάγχνων</span> Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 35 </span> (ed. Bachm.).</div> </div><br><br>'}