Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακονδυλόω
κατακοντίζω
κατάκοος
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακοπτικός
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορέω
κατακορής
κατακορμίζω
View word page
κατάκοος
κατάκοος,
A). v. κατήκοος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάκοος
Headword (normalized):
κατάκοος
Headword (normalized/stripped):
κατακοος
IDX:
54230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54231
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάκοος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατήκοος</span> .</div> </div><br><br>'}