Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμόμηλις
ἀμόμφητος
ἀμονάδιστος
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
ἀμορβεύς
ἀμορβεύω
ἀμορβίτης
ἀμορβός
ἀμόργεια
ἀμοργεύς
ἀμόργη
ἀμόργης
ἀμοργίδιον
ἀμόργινος
Ἀμόργιον
ἀμοργίς
ἀμοργίτας
ἀμοργός
ἀμοργός
View word page
ἀμόργεια
ἀμόργεια· χρώματος εἶδος, ἀπὸ νήσου Ἀμοργοῦντος, Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμόργεια
Headword (normalized):
ἀμόργεια
Headword (normalized/stripped):
αμοργεια
IDX:
5422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5423
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμόργεια·</span> <span class="foreign greek">χρώματος εἶδος, ἀπὸ νήσου Ἀμοργοῦντος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}