Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακονδυλόω
κατακοντίζω
κατάκοος
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακοπτικός
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
κατακορέω
View word page
κατακονδυλόω
κατακονδῠλ-όω,
A). = κατακονδυλίζω , Id. s.v. κρομβότατον ( Pass.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακονδυλόω
Headword (normalized):
κατακονδυλόω
Headword (normalized/stripped):
κατακονδυλοω
IDX:
54228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακονδῠλ-όω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατακονδυλίζω</span> , Id. s.v. <span class="ref greek">κρομβότατον</span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}