Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακονδυλόω
κατακοντίζω
κατάκοος
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
κατακοπτικός
κατακόπτω
κατακόπωσις
κατακορακόω
View word page
κατακονδύλιστος
κατακονδῠ/λ-ιστος, ον,
A). well cuffed, Hsch. s.v. ἐπικόρριστον .


ShortDef

well cuffed

Debugging

Headword:
κατακονδύλιστος
Headword (normalized):
κατακονδύλιστος
Headword (normalized/stripped):
κατακονδυλιστος
IDX:
54227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54228
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακονδῠ/λ-ιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">well cuffed</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">ἐπικόρριστον</span> .</div> </div><br><br>'}