Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάτος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
κατακονδύλιστος
κατακονδυλόω
κατακοντίζω
κατάκοος
κατακοπή
κατάκοπος
κατακόπτης
View word page
κατακομπολακυθέω
κατακομπολᾱκῠθέω,
A). boast loudly, Tz. H. 10.278 .


ShortDef

boast loudly

Debugging

Headword:
κατακομπολακυθέω
Headword (normalized):
κατακομπολακυθέω
Headword (normalized/stripped):
κατακομπολακυθεω
IDX:
54223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54224
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακομπολᾱκῠθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">boast loudly</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:10:278" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg9022.tlg001:10.278/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Tz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">H.</span> 10.278 </a>.</div> </div><br><br>'}