Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατακίκκας
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολλυβίζω
κατακολουθέω
κατητέον
κατία
κάτος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
κατακονά
κατακονδυλίζω
View word page
κατακόλπισις
κατακόλπ-ισις
,
εως
,
ἡ
,
A).
putting into a bay
,
Anon.
ap. Suid. s.v.
ἐπιβάθρα.
ShortDef
putting into a bay
Debugging
Headword:
κατακόλπισις
Headword (normalized):
κατακόλπισις
Headword (normalized/stripped):
κατακολπισις
IDX:
54216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54217
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακόλπ-ισις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">putting into a bay</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> </span> ap. Suid. s.v. <span class="ref greek">ἐπιβάθρα.</span> </div> </div><br><br>'}