Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάκοιτος
κατακόκκας
κατακίκκας
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολλυβίζω
κατακολουθέω
κατητέον
κατία
κάτος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακομπολακυθέω
κατακομψεύομαι
View word page
κατακολούω
κατακολούω,
A). cut short, Poll. 8.154 .


ShortDef

cut short

Debugging

Headword:
κατακολούω
Headword (normalized):
κατακολούω
Headword (normalized/stripped):
κατακολουω
IDX:
54214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54215
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακολούω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cut short</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:8:154" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:8.154/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 8.154 </a>.</div> </div><br><br>'}