Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακόκκας
κατακίκκας
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολλυβίζω
κατακολουθέω
κατητέον
κατία
κάτος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
View word page
κατία
κατ-ία, ,
A). compliance with instructions, CPHerm. 97.8a (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατία
Headword (normalized):
κατία
Headword (normalized/stripped):
κατια
IDX:
54212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54213
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">compliance</span> with instructions, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CPHerm.</span> 97.8a </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}