Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακόκκας
κατακίκκας
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολλυβίζω
κατακολουθέω
κατητέον
κατία
κάτος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
κατακομάω
View word page
κατακολλυβίζω
κατακολλῠβίζω
,
A).
=
κατακερματίζω
,
AB
104
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατακολλυβίζω
Headword (normalized):
κατακολλυβίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακολλυβιζω
IDX:
54209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54210
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακολλῠβίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατακερματίζω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 104 </span>.</div> </div><br><br>'}