Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακόκκας
κατακίκκας
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολλυβίζω
κατακολουθέω
κατητέον
κατία
κάτος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
κατακολυμβάω
κατακολυμβητής
View word page
κατάκολλος
κατάκολλος, ον,
A). mixed with glue, μέλαν Aen.Tact. 31.10 .


ShortDef

mixed with glue

Debugging

Headword:
κατάκολλος
Headword (normalized):
κατάκολλος
Headword (normalized/stripped):
κατακολλος
IDX:
54208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54209
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάκολλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mixed with glue</span>, <span class="quote greek">μέλαν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0058.tlg001.perseus-grc1:31:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0058.tlg001.perseus-grc1:31.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aen.Tact.</span> 31.10 </a> .</div> </div><br><br>'}