Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακόκκας
κατακίκκας
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολλυβίζω
κατακολουθέω
κατητέον
κατία
κάτος
κατακολούω
κατακολπίζω
κατακόλπισις
View word page
κατακίκκας
κατακίκκας·
κατάπλασμα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατακίκκας
Headword (normalized):
κατακίκκας
Headword (normalized/stripped):
κατακικκας
IDX:
54206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54207
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακίκκας·</span> <span class="foreign greek">κατάπλασμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}