Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακνισμός
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
κατακοινωνέω
κατακοιρανέω
κατάκοιτος
κατακόκκας
κατακίκκας
κατακολλάω
κατάκολλος
κατακολλυβίζω
κατακολουθέω
κατητέον
κατία
κάτος
κατακολούω
View word page
κατάκοιτος
κατάκοιτος, ον,
A). in bed: at rest, quiet, Ibyc. 1.7 .


ShortDef

in bed

Debugging

Headword:
κατάκοιτος
Headword (normalized):
κατάκοιτος
Headword (normalized/stripped):
κατακοιτος
IDX:
54204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάκοιτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in bed</span>: <span class="tr" style="font-weight: bold;">at rest, quiet</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ibyc.</span> 1.7 </span>.</div> </div><br><br>'}