Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἁγιστός
ἁγιστύς
ἁγιώδως
ἁγιωσύνη
ἀγκ
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκαλπίς
ἀγκάς
ἀγκή
ἀγκηθής
View word page
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίδη
,
ἡ
,
A).
=
ἀγκαλίς, ἐν ἀγκαλίδῃσι γυναικός
Stud.Pont.
3.6
(Amisus).
ShortDef
arm (usu. pl.)
Debugging
Headword:
ἀγκαλίδη
Headword (normalized):
ἀγκαλίδη
Headword (normalized/stripped):
αγκαλιδη
IDX:
541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-542
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγκαλίδη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀγκαλίς, ἐν ἀγκαλίδῃσι γυναικός</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stud.Pont.</span> 3.6 </span> (Amisus).</div> </div><br><br>'}