Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάω
κατακνήθω
κατάκνημος
κατακνῆστις
κατακνιδεύω
κατακνίζω
κατακνισμός
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
κατακοιμιστής
View word page
κατακνῆστις
κατακνῆστις, ιδος, ,
A). = τυροκνῆστις , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακνῆστις
Headword (normalized):
κατακνῆστις
Headword (normalized/stripped):
κατακνηστις
IDX:
54191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54192
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακνῆστις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τυροκνῆστις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}