Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάκλυσις
κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάω
κατακνήθω
κατάκνημος
κατακνῆστις
κατακνιδεύω
κατακνίζω
κατακνισμός
κατακνώσσω
κατακοιμάω
κατακοίμησις
κατακοιμητικός
κατακοιμίζω
κατακοιμισμός
View word page
κατάκνημος
κατάκνημος, ον,
A). thin-legged, UPZ 121.20 (ii B. C.).


ShortDef

thin-legged

Debugging

Headword:
κατάκνημος
Headword (normalized):
κατάκνημος
Headword (normalized/stripped):
κατακνημος
IDX:
54190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54191
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάκνημος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thin-legged</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 121.20 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}