Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάκλισις
κατακλιτέον
κατάκλιτον
κατάκλιτος
κατακλύζω
κατάκλυσις
κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
κατακνάω
κατακνήθω
κατάκνημος
κατακνῆστις
κατακνιδεύω
κατακνίζω
κατακνισμός
κατακνώσσω
View word page
κατακλῶθες
κατακλῶθες, αἱ,
A). the Spinners, v. κλῶθες .


ShortDef

the Spinners

Debugging

Headword:
κατακλῶθες
Headword (normalized):
κατακλῶθες
Headword (normalized/stripped):
κατακλωθες
IDX:
54185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54186
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακλῶθες</span>, <span class="gen greek">αἱ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">the Spinners</span>, v. <span class="ref greek">κλῶθες</span> .</div> </div><br><br>'}