Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατακληρόω
κατακλησία
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλιτέον
κατάκλιτον
κατάκλιτος
κατακλύζω
κατάκλυσις
κατάκλυσμα
κατακλυσμός
κατάκλυστρον
κατακλύω
κατακλῶθες
κατακλώθω
κατακναίω
View word page
κατάκλιτον
κατά-κλῐτον
,
τό
,
A).
couch, chaise-longue
,
Suid.
,
Phot.
ShortDef
couch, chaise-longue
Debugging
Headword:
κατάκλιτον
Headword (normalized):
κατάκλιτον
Headword (normalized/stripped):
κατακλιτον
IDX:
54177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54178
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-κλῐτον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">couch, chaise-longue</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}