Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατακλείω
κατακλῇθρον
κατακληΐς
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
κατακλησία
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλιτέον
κατάκλιτον
κατάκλιτος
κατακλύζω
κατάκλυσις
κατάκλυσμα
View word page
κατάκλητος
κατά-κλητος
,
ον
,
A).
specially summoned
,
ἐν κ. ἁλίᾳ
Tab.Heracl.
1.11
,
2.10
.
ShortDef
specially summoned
Debugging
Headword:
κατάκλητος
Headword (normalized):
κατάκλητος
Headword (normalized/stripped):
κατακλητος
IDX:
54171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54172
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-κλητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">specially summoned</span>, <span class="quote greek">ἐν κ. ἁλίᾳ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Tab.Heracl.</span> 1.11 </span> , <span class="bibl"> 2.10 </span>.</div> </div><br><br>'}