Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάκλειστος
κατακλείω
κατακλῇθρον
κατακληΐς
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
κατακλησία
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλιτέον
κατάκλιτον
κατάκλιτος
κατακλύζω
κατάκλυσις
View word page
κατακλητικός
κατα-κλητικός, , όν,
A). for invoking: -κλητικόν,, invocatory spell, PMag.Par. 1.2373 .


ShortDef

for invoking

Debugging

Headword:
κατακλητικός
Headword (normalized):
κατακλητικός
Headword (normalized/stripped):
κατακλητικος
IDX:
54170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54171
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-κλητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for invoking</span>: <span class="foreign greek">-κλητικόν,</span>, <span class="tr" style="font-weight: bold;">invocatory spell,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.2373 </span>.</div> </div><br><br>'}