Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάκλαυσις
κατακλάω1
κατακλάω2
κατακλείδιον
κατάκλειμμα
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακλῇθρον
κατακληΐς
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
κατακλησία
κατάκλησις
κατακλητικός
κατάκλητος
κατακλινής
κατακλινοβατής
View word page
κατακληΐς
κατακληΐς, ῖδος, , Ion. for κατακλείς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακληΐς
Headword (normalized):
κατακληΐς
Headword (normalized/stripped):
κατακληις
IDX:
54163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54164
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακληΐς</span>, <span class="itype greek">ῖδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">κατακλείς</span>.</div><br><br>'}