Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάκισσος
κατακλαδαίνω
κατάκλαδος
κατακλᾴζω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω1
κατακλάω2
κατακλείδιον
κατάκλειμμα
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακλῇθρον
κατακληΐς
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρουχέω
κατακληρόω
View word page
κατάκλειμμα
κατά-κλειμμα, ατος, τό,
A). f.l. for κατάλημμα (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάκλειμμα
Headword (normalized):
κατάκλειμμα
Headword (normalized/stripped):
κατακλειμμα
IDX:
54157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54158
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-κλειμμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">κατάλημμα</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}