Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατακίρνημι
κατακισηρίζω
κατακισσᾶν
κατάκισσος
κατακλαδαίνω
κατάκλαδος
κατακλᾴζω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω1
κατακλάω2
κατακλείδιον
κατάκλειμμα
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
κατακλείω
κατακλῇθρον
κατακληΐς
κατακληροδοτέω
View word page
κατακλάω1
κατακλάω
(A)
[ᾱ]
, Att. for
κατακλαίω
(q.v.).
ShortDef
[ > κλαίω bewail]
break short, snap off
Debugging
Headword:
κατακλάω1
Headword (normalized):
κατακλάω
Headword (normalized/stripped):
κατακλαω1
IDX:
54154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54155
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακλάω</span> (A) <span class="pron greek">[ᾱ]</span>, Att. for <span class="foreign greek">κατακλαίω</span> (q.v.).</div><br><br>'}