Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακίκκας
κατακινέω
κατακίρνημι
κατακισηρίζω
κατακισσᾶν
κατάκισσος
κατακλαδαίνω
κατάκλαδος
κατακλᾴζω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω1
κατακλάω2
κατακλείδιον
κατάκλειμμα
κατακλείς
κατάκλεισις
κατάκλειστος
View word page
κατακλᾴζω
κατακλᾴζω,
A). v. κατακλείω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακλᾴζω
Headword (normalized):
κατακλᾴζω
Headword (normalized/stripped):
κατακλαζω
IDX:
54150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54151
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακλᾴζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατακλείω</span> .</div> </div><br><br>'}