Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακηλιδόω
κατακήομεν
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακίκκας
κατακινέω
κατακίρνημι
κατακισηρίζω
κατακισσᾶν
κατάκισσος
κατακλαδαίνω
κατάκλαδος
κατακλᾴζω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω1
κατακλάω2
κατακλείδιον
κατάκλειμμα
κατακλείς
View word page
κατακλαδαίνω
κατακλᾰδαίνω, aor. 1 -εκλάδᾱνα,
A). = ἀναιρέω , Hsch.; cf. κλαδάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακλαδαίνω
Headword (normalized):
κατακλαδαίνω
Headword (normalized/stripped):
κατακλαδαινω
IDX:
54148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54149
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακλᾰδαίνω</span>, aor. 1 <span class="foreign greek">-εκλάδᾱνα,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀναιρέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">κλαδάω</span>.</div> </div><br><br>'}