Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηλιδόω
κατακήομεν
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακίκκας
κατακινέω
κατακίρνημι
κατακισηρίζω
κατακισσᾶν
κατάκισσος
κατακλαδαίνω
κατάκλαδος
κατακλᾴζω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
κατακλάω1
κατακλάω2
κατακλείδιον
View word page
κατακισσᾶν
κατακισσᾶν (-κίσσαν cod.)· προσποιεῖσθαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακισσᾶν
Headword (normalized):
κατακισσᾶν
Headword (normalized/stripped):
κατακισσαν
IDX:
54146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54147
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακισσᾶν</span> (<span class="foreign greek">-κίσσαν</span> cod.)<span class="foreign greek">· προσποιεῖσθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}