Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηλιδόω
κατακήομεν
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακίκκας
κατακινέω
κατακίρνημι
κατακισηρίζω
κατακισσᾶν
κατάκισσος
κατακλαδαίνω
κατάκλαδος
κατακλᾴζω
κατακλαίω
κατάκλασις
κατάκλαυσις
View word page
κατακινέω
κατακῑνέω, strengthd. for κινέω, in Pass., f.l. in Sch. Theoc. 5.116 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακινέω
Headword (normalized):
κατακινέω
Headword (normalized/stripped):
κατακινεω
IDX:
54143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54144
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακῑνέω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">κινέω</span>, in Pass., f.l. in Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:5:116" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:5.116/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 5.116 </a>.</div><br><br>'}