Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακερχνόομαι
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηλιδόω
κατακήομεν
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακίκκας
κατακινέω
κατακίρνημι
κατακισηρίζω
κατακισσᾶν
κατάκισσος
κατακλαδαίνω
κατάκλαδος
κατακλᾴζω
κατακλαίω
κατάκλασις
View word page
κατακίκκας
κατακίκκας,
A). v. κατακόκκας . κατακικλάσκω, = κατακλάω , Phot. s.v. κατεκίκλασκε .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακίκκας
Headword (normalized):
κατακίκκας
Headword (normalized/stripped):
κατακικκας
IDX:
54142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54143
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακίκκας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατακόκκας</span> . <span class="orth greek">κατακικλάσκω</span>, = <span class="ref greek">κατακλάω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κατεκίκλασκε</span> .</div> </div><br><br>'}